Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

''Τα ψιλά γράμματα''




Οι τρομοκρατικές εκρήξεις που συνέβησαν στα συνωστισμένα προαστιακά τρένα της Μαδρίτης το πρωί της 11ης Μαρτίου 2004, σκότωσαν 191 ανθρώπους, τραυμάτισαν 2.000 και έδωσαν αφορμή για ένα διεθνές ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη των δραστών. Λίγο μετά, Ισπανοί ερευνητές της αστυνομίας, ψάχνοντας την περιοχή κοντά σε μία από τις εκρήξεις ανακάλυψαν ένα εγκαταλελειμμένο πυροκροτητή μέσα σε μια πλαστική σακούλα που έφερε ένα ενιαίο, ελλιπές δακτυλικό αποτύπωμα. Αμέσως ενημέρωσαν για το στοιχείο αυτό τους συναδέλφους τους σε όλο τον κόσμο. Στις 6 Μαΐου 2004, το FBI συνέλαβε ένα δικηγόρο από το Όρεγκον, τον Brandon Mayfield, διακηρύσσοντας ότι το αποτύπωμά του ταυτοποιήθηκε.

Δυόμιση εβδομάδες αργότερα, το FBI αναγκάστηκε να απελευθερώσει τον Mayfield αφού η ισπανική αστυνομία συνέλαβε έναν Αλγερινό υπήκοο - έναν από τους τρομοκράτες που αργότερα κατηγορήθηκε για το έγκλημα - και βρήκε ότι τα αποτυπώματά του ταίριαζαν καλύτερα. Το FBI τελικά παραδέχθηκε ότι είχε προβεί σε πολλαπλά σφάλματα κατά τη διάρκεια της ανάλυσης του αποτυπώματος (1).

Η υπόθεση Mayfield είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «ψευδώς θετικής» ταυτοποίησης δακτυλικών αποτυπωμάτων, κατά την οποία ένα αθώο πρόσωπο κατηγορήθηκε. Αλλά η υπόθεση δεν είναι μοναδική. Η ψυχολόγος Erin Morris, η οποία συνεργάζεται με το Γραφείο Συνηγόρου του Πολίτη στο Λος Άντζελες, έχει συντάξει ένα κατάλογο με 25 ψευδώς θετικά αποτυπώματα, γυρνώντας και σε παλιές δεκαετίες, ο οποίος τώρα χρησιμοποιείται για να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία των στοιχείων που αφορούν σε δακτυλικά αποτυπώματα στα δικαστήρια των Ηνωμένων Πολιτειών.

Αυτή η αμφισβήτηση, με τη σειρά της, τρέφεται από μια αυξανόμενη ανησυχία μεταξύ των εξεταστών των δακτυλικών αποτυπωμάτων και των ερευνητών. Έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν ότι η τόσο παλιά διαδικασία ταυτοποίησης δακτυλικών αποτυπωμάτων στηρίζεται σε παραδοχές που δεν έχουν ποτέ δοκιμαστεί εμπειρικά, και ότι είναι ανίκανη να προστατεύσει από τις ασυναίσθητες προκαταλήψεις των εξεταστών.

Η εν λόγω ανησυχία κορυφώθηκε το περασμένο έτος με μια αιχμηρή έκθεση της Αμερικανικής Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών (NAS) (2), που αναγνώρισε ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα περιέχουν πολύτιμες πληροφορίες αλλά διαπίστωσε ότι μελλοντικές αξιώσεις για μηδενικά ποσοστά σφάλματος δεν είναι ''επιστημονικά εύλογες''.

Από τότε, οι εξεταστές των δακτυλικών αποτυπωμάτων έχουν βρεθεί σε δυσάρεστη θέση. ''Πώς εξηγεί κανείς στο δικαστήριο ότι αυτό που ισχυριζόμαστε εδώ και 100 χρόνια ήταν υπερβολικό, αλλά εξακολουθούμε να έχουμε κάτι σημαντικό να πούμε;'' ρωτά ο Simon Cole, καθηγητής της Ιστορίας της Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Irvine της Καλιφόρνια.

Η μόνη διέξοδος από το δίλημμα είναι τα δεδομένα, λέει ο Cole: κάντε την έρευνα που θα βάλει τη διαδικασία λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων να πατήσει σε στερεό έδαφος. Και αυτό είναι που οι ερευνητές έχουν αρχίσει να κάνουν. Τον Ιανουάριο, για παράδειγμα, το ερευνητικό τμήμα του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, το Εθνικό Ινστιτούτο Δικαιοσύνης, ξεκίνησε το πρώτο μεγάλης κλίμακας ερευνητικό πρόγραμμα για την ταξινόμηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων σύμφωνα με την οπτική πολυπλοκότητά τους - συμπεριλαμβανομένων των ελλιπών και ασαφών αποτυπωμάτων - και για να προσδιορίσει πόσο πιθανό είναι οι εξεταστές να κάνουν λάθη σε κάθε περίπτωση. ''Η μεγάλη πλειοψηφία των δακτυλικών αποτυπωμάτων δεν είναι πρόβλημα'', λέει ο Itiel Dror, ψυχολόγος στο University College
of London
ο οποίος συμμετείχε στη μελέτη. "Αλλά ακόμα κι αν μόνο το 1% είναι, τότε μιλάμε για χιλιάδες πιθανά σφάλματα κάθε χρόνο.''

Αφήνοντας ένα σημάδι

Ακόμη και οι σκληρότεροι επικριτές της μεθόδου λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων συμφωνούν ότι η τεχνική αυτή είναι πιθανώς πιο ακριβής από μεθόδους ταυτοποίησης που βασίζονται σε τρίχες, ομάδες αίματος ή οτιδήποτε άλλο εκτός από τη μέθοδο του DNA. Σίγουρα, κανείς δεν έχει ποτέ αμφισβητήσει το γεγονός ότι το αποτύπωμα κάθε δαχτύλου είναι μοναδικό. Οι κορυφογραμμές και τα αυλάκια σε οποιοδήποτε αποτύπωμα διαμορφώνονται κατά την κύηση από ένα τόσο πολύπλοκο συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που ούτε τα ομοζυγωτικά δίδυμα αδέρφια δεν έχουν τα ίδια αποτυπώματα. Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση βλάβης λοιπόν, τα αποτυπώματα μένουν για πάντα ίδια. Και χάρη στη φυσική λιπαρότητα του δέρματος, θα μένουν σχεδόν σε οποιαδήποτε επιφάνεια αγγίζουμε.

Οι ανησυχίες ξεκινούν με το τι συμβαίνει αφού ένα αποτύπωμα βρεθεί στο χώρο ενός εγκλήματος και σταλεί στους ερευνητές. Το πρόβλημα δεν έγκειται τόσο στους επιμέρους εξεταστές, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν κάνει αρκετά χρόνια ειδίκευσης, αλλά περισσότερο στη μέθοδο ταυτοποίησης ACE-V που ακολουθούν στις περισσότερες χώρες. Το ακρωνύμιο προέρχεται από τα τέσσερα διαδοχικά βήματα: ανάλυση, σύγκριση, αξιολόγηση και επαλήθευση (
analysis, comparison, evaluation and verification), με την παύλα να σημαίνει ότι το τελευταίο βήμα πραγματοποιείται από ένα διαφορετικό άτομο, το οποίο επαναλαμβάνει τα τρία πρώτα.

Η φάση της ανάλυσης ξεκινά από ένα γενικό επίπεδο, όπου υπάρχουν τρία βασικά μοντέλα: βρόχοι, σπείρες και καμάρες, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ταξινόμηση των αποτυπωμάτων ή για το γρήγορο αποκλεισμό υπόπτων. Στη συνέχεια, ακολουθεί ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, η οποία εστιάζει σε λεπτότερες λεπτομέρειες, όπως οι διακλαδώσεις και η κορυφογραμμή των καταλήξεων, που είναι ιδιαίτερα διακριτές. Εάν κριθεί απαραίτητο, ο ερευνητής μπορεί να συνεχίσει σε ένα τρίτο επίπεδο λεπτομέρειας, που σχετίζεται με το σχήμα των άκρων της κορυφογραμμής και τη μορφή των πόρων.


Έχοντας αναλύσει ένα αποτύπωμα και σημειώσει τα διακριτικά του χαρακτηριστικά, ο ερευνητής συνεχίζει με το βήμα της σύγκρισης, ελέγχοντας για ομοιότητες ή διαφορές σε σχέση με ένα δακτυλικό αποτύπωμα αναφοράς ή με αποτυπώματα υπόπτων. Αυτό το κομμάτι της διαδικασίας έχει γίνει όλο και περισσότερο αυτοματοποιημένο, πρώτα με την ανάπτυξη αυτόματων συστημάτων αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων (AFIS) τη δεκαετία του '80 και στη συνέχεια με την έλευση της ψηφιακής τεχνολογίας τη δεκαετία του '90. Η σημερινή τεχνολογία AFIS μπορεί να σαρώσει τις βάσεις δεδομένων που συλλέγονται από το FBI και άλλες υπηρεσίες, να τις φιλτράρει αυτόματα και τελικά να κρατήσει κάποια υποψήφια πιθανά αποτυπώματα που θα παρουσιάσει στον ερευνητή. Ο ερευνητής στη συνέχεια θα ελέγξει με το μάτι τα υποψήφια αποτυπώματα.


Σύμφωνα με το πρωτόκολλο της μεθόδου ACE-V, η τρίτη φάση, η αξιολόγηση, μπορεί να οδηγήσει τον ερευνητή σε ένα από τα παρακάτω τρία συμπεράσματα:
''αναγνώριση'', που σημαίνει ότι το συγκεκριμένο αποτύπωμα προήλθε από το ίδιο δάχτυλο, ''αποκλεισμό'', που σημαίνει ότι υπάρχει τουλάχιστον μία σημαντική διαφορά η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί από παράγοντες όπως είναι οι κηλίδες και
''ασάφεια'', που σημαίνει ότι το αποτύπωμα δεν είναι αρκετά καθαρό για τον εξεταστή για να είναι σίγουρος.

"Το σύστημα όπως είναι σχεδιασμένο, σκοπίμως παράγει ψευδώς αρνητικά'', λέει η ερευνήτρια και νομικός Jennifer Mnookin του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας. Επειδή το πρωτόκολλο καθιστά δυνατό με μία διαφορά να αποκλείεται η ταυτοποίηση, τείνει να μην ταυτοποιήσει κάποιον εγκληματία παρά να διακινδυνεύσει την καταδίκη ενός αθώου.

Ωστόσο, όπως η περίπτωση του Mayfield δείχνει, ψευδώς θετικά μπορεί να διαφύγουν από τον έλεγχο. Στη Σκωτία, για παράδειγμα, διεξάγεται έρευνα για να γίνει αντιληπτό πώς ένα δακτυλικό αποτύπωμα που βρέθηκε στον τόπο ενός εγκλήματος είχε αποδοθεί εσφαλμένα στην αξιωματικό της αστυνομίας Shirley McKie, που την οδήγησε να κατηγορείται για ψευδορκία. Τέτοια σφάλματα δεν μπορούν να έρθουν στο φως μέχρι κάποια άλλα, αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία υπερισχύσουν των δακτυλικών αποτυπωμάτων, ή μέχρι τα αποτυπώματα επανεξεταστούν. Αλλά για τους εξεταστές και τους ερευνητές, το φλέγον ζήτημα είναι ότι συμβαίνουν τέτοια σφάλματα.

Ένα από τα προβλήματα με την ACE-V διαδικασία έγκειται στην προχειρότητα της
εκτέλεσης. Για παράδειγμα, το πρωτόκολλο απαιτεί η ανάλυση και η σύγκριση να είναι χωριστά βήματα και να έχει προηγηθεί λεπτομερής περιγραφή του αποτυπώματος από τον εξεταστή πριν καν αυτός δει ένα υπόδειγμα. Αυτό συμβαίνει για την πρόληψη του κυκλικού συλλογισμού, κατά τον οποίο η παρουσία ενός υποδείγματος εμπνέει την ''ανακάλυψη'' χαρακτηριστικών που δεν είχαν προηγουμένως παρατηρηθεί. Αλλά αυτός ο διαχωρισμός δε συμβαίνει πάντα, λέει η εγκληματολόγος Lyn Haber, η οποία μαζί με το σύζυγό της, ψυχολόγο Ralph Haber, συνέγραψε το 2009 το βιβλίο
Προκλήσεις στα Δακτυλικά Αποτυπώματα. Για εξοικονόμηση χρόνου, λέει, πολλοί εξεταστές κάνουν την ανάλυση και τη σύγκριση ταυτόχρονα. Το FBI τόνισε ότι αυτό οδήγησε στο σφάλμα με την υπόθεση Mayfield.

Τυπογραφικά λάθη

Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι το πρωτόκολλο ACE-V το χαρακτηρίζει προχειρότητα, τουλάχιστον από ακαδημαϊκής πλευράς. Για παράδειγμα, αναφέρει ότι η τελική επαλήθευση πρέπει να είναι ανεξάρτητο βήμα από την αρχική ανάλυση, αλλά δεν προβλέπει αυστηρές κατευθυντήριες γραμμές για το τι σημαίνει αυτό. Έτσι, στην πράξη, ο ελεγκτής συχνά εργάζεται στο ίδιο τμήμα με τον πρώτο εξεταστή και γνωρίζει ποιου συναδέλφου του τη δουλειά ελέγχει – άρα δεν υπάρχει ''ανεξαρτησία'' η οποία θα έκανε πολλούς επιστήμονες να εργαστούν πιο άνετα.

Επίσης, το πρωτόκολλο ACE-V δεν είναι ιδιαίτερα αυστηρό σχετικά με το τι οι εξεταστές μπορούν και τι δεν μπορούν να γνωρίζουν σχετικά με την περίπτωση στην οποία εργάζονται. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό υπό το πρίσμα της μελέτης (3) που δημοσιεύθηκε το 2006 στην οποία ο Dror και οι συνεργάτες του έδειξαν ότι τόσο οι έμπειροι όσο και οι αρχάριοι εξεταστές δακτυλικών αποτυπωμάτων μπορούν να εξαρτώνται από πληροφορίες βασισμένες στα συμφραζόμενα. Σε ένα πείραμα, οι ερευνητές παρουσίασαν σε έξι εξεταστές αποτυπώματα τα οποία, εν αγνοία τους, είχαν αναλύσει παλαιότερα. Αυτή τη φορά, στους εξεταστές είχαν δοθεί ορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με την υπόθεση - ότι ο ύποπτος είχε ομολογήσει το έγκλημα, για παράδειγμα, ή ότι ο ύποπτος ήταν υπό αστυνομική επιτήρηση κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος. Σε ποσοστό 17% των εξετάσεών τους, άλλαξαν την απόφασή τους στην κατεύθυνση που έδινε η πληροφορία. Το σημείο αυτό τονίζεται στην περσινή έκθεση του NAS η οποία συμπεραίνει ότι "η μέθοδος ACE-V δεν μπορεί να αποφύγει τις προκαταλήψεις, είναι πολύ γενική για να εξασφαλίσει επαναληψιμότητα και διαφάνεια και δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι εάν δύο αναλυτές την ακολουθήσουν θα εξάγουν τα ίδια αποτελέσματα".

Για πολλούς κριτικούς αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα: η μέθοδος των δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι ουσιαστικά υποκειμενική. Οι εξεταστές καλούνται συχνά να εξετάσουν ελλιπή ή αλλοιωμένα αποτυπώματα - όταν το δάχτυλο απλά γλιστρήσει σε μια επιφάνεια, για παράδειγμα - και πρέπει να επιλέξουν τα σχετικά χαρακτηριστικά από ό,τι είναι διαθέσιμο. Αυτό που κρίνεται σχετικό συνεπώς αλλάζει από περίπτωση σε περίπτωση και από εξεταστή σε εξεταστή.

Πολλές ερευνητικές ομάδες δουλεύουν τώρα σε αυτό το πρόβλημα, με σκοπό την κατανόηση και τη βελτίωση του τρόπου που οι ειδικοί παίρνουν μια απόφαση. Το FBI έχει μια εν εξελίξει μελέτη για την ποσότητα και την ποιότητα των πληροφοριών που χρειάζεται κανείς για να πάρει μια σωστή απόφαση. Η ομάδα του Dror κάνει μια ελεγχόμενη μελέτη των σφαλμάτων που έχουν γίνει από εξεταστές, κατά την οποία τους δίνει αποτυπώματα λέγοντάς τους ότι έχουν ληφθεί από τον τόπο ενός εγκλήματος - στην πραγματικότητα τα έχει φτιάξει ο
Dror - και ζητάει τον προσδιορισμό τους.

Μαρτυρία Ειδικών

Άλλοι κριτικοί έχουν αναρωτηθεί κατά πόσον ένας εξεταστής χαρακτηρίζεται πραγματικά ως εμπειρογνώμονας. Όπως οι Habers επισημαίνουν στο βιβλίο τους, οι εξεταστές σπάνια μαθαίνουν εάν η απόφασή τους ήταν σωστή, επειδή η αλήθεια για ένα έγκλημα συχνά δεν γίνεται γνωστή. Συμπερασματικά, γράφουν ότι ''ακόμα και μετά από χρόνια εμπειρίας μπορεί να μη βελτιωθεί η ακρίβεια ενός εξεταστή''.

Ορισμένοι εξεταστές δακτυλικών αποτυπωμάτων έχουν απλά απορρίψει τις επικρίσεις αυτές. Το 2007, για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Βρετανικής Ένωσης Μελέτης Αποτυπωμάτων Martin Leadbetter, έγραψε στο περιοδικό της ένωσης (4) ότι οι εξεταστές οι οποίοι επιτρέπουν να εξαρτώνται από εξωτερικές πληροφορίες είναι είτε ανίκανοι ή τόσο ανώριμοι που "θα πρέπει να ψάξουν για δουλειά στη Disneyland''.

Άλλοι, όμως, έχουν πάρει τις επικρίσεις πιο σοβαρά. Μετά τα αποτελέσματα της μελέτης του
Dror σχετικά με τη μεροληψία, ο Kevin Kershaw, επικεφαλής της εγκληματολογικής υπηρεσίας της Αστυνομίας του Μάντσεστερ, μια από τις μεγαλύτερες αστυνομικές δυνάμεις της Βρετανίας, αποφάσισε να απομονώσει τους εξεταστές του από πληροφορίες που θα μπορούσαν να τους προκαταβάλλουν απαγορεύοντας στους αστυνομικούς να περιμένουν επί τόπου τα αποτελέσματα και να μιλήσουν στους εξεταστές για την περίπτωση. Αυτό διευκολύνεται από το γεγονός ότι στο Μάντσεστερ, όπως και σε πολλές βρετανικές αστυνομικές διευθύνσεις, το ιατροδικαστικό τμήμα είναι χωριστό από τα υπόλοιπα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αντιθέτως, το μεγαλύτερο κομμάτι της έρευνας για τα δακτυλικά αποτυπώματα γίνεται μέσα στα αστυνομικά τμήματα - μια κατάσταση που η έκθεση NAS συνιστά να αλλάξει.

Ο Kershaw κάλεσε επίσης τον
Dror να έρθει και να διδάξει τους εξεταστές του σχετικά με τους κινδύνους της μεροληψίας, και άλλαξε την υπηρεσία του, έτσι ώστε ο ελεγκτής να μην γνωρίζει πλέον ποιου συναδέλφου τη δουλειά ελέγχει. Τέλος, καθώς η έρευνα του Dror κατέδειξε ότι οι αποφάσεις που είναι πιο ευαίσθητες στις προκαταλήψεις είναι εκείνες στις οποίες το αποτύπωμα είναι ασαφές ή δύσκολο να μελετηθεί, ο Kershaw εισήγαγε την τυφλή διαιτησία σε περιπτώσεις στις οποίες οι εξεταστές διαφωνούν.

Διασφαλίσεις ενάντια στις προκαταλήψεις είναι σχετικά εύκολο να τεθούν σε εφαρμογή, αλλά μια άλλη πιθανή πηγή σφάλματος μπορεί να είναι πιο δύσκολο να εξαλειφθεί. Έχει να κάνει με το πόσο πιστά το αποτύπωμα ενός δαχτύλου αναπαράγεται όταν εμποτίζεται με μελάνη για να δημιουργηθεί ένα υπόδειγμα. Καμία αναπαραγωγή δεν είναι τέλεια, σημειώνει ο Christophe Champod, ειδικός στη μελέτη αποτυπωμάτων στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης. Έτσι, ένα αποτύπωμα από τη σκηνή ενός εγκλήματος θα μπορούσε να ταιριάζει με περισσότερα από ένα υποδείγματα ή και το αντίστροφο, ισχυρίζεται. Κάτι που επίσης δυσχεραίνει την κατάσταση είναι οι συνεχώς αναπτυσσόμενες βάσεις δεδομένων που πρέπει να ελεγχθούν.

Ο Champod πιστεύει ότι η γλώσσα της βεβαιότητας που οι εξεταστές αναγκάζονται να χρησιμοποιούν κρύβει αυτή την αβεβαιότητα από το δικαστήριο. Προτείνει τα αποδεικτικά στοιχεία που προκύπτουν από δακτυλικά αποτυπώματα να ερμηνεύονται με πιθανολογικούς όρους και ότι οι εξεταστές θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να μιλούν για πιθανή ή ενδεχόμενη ταυτοποίηση. Σε μια ποινική υπόθεση, αυτό σημαίνει ότι ένας εξεταστής θα μπορούσε να καταθέσει ότι υπάρχουν, για παράδειγμα, 95% πιθανότητες το αποτύπωμα να ανήκει στον εναγόμενο, αλλά μία πιθανότητα στο δισεκατομμύριο να ανήκει σε κάποιον άλλο.

Για να είναι σε θέση να παραθέσουν τέτοια στοιχεία, ωστόσο, οι εξεταστές θα πρέπει να αναφερθούν σε έρευνες που δείχνουν πώς τα αποτυπώματα διαφέρουν μεταξύ των πληθυσμών και πόσο συχνά διάφορα στοιχεία ή συνδυασμοί στοιχείων αναφύονται. Για παράδειγμα, συναντάται μια ιδιαίτερη διαμόρφωση των διακλαδώσεων, των καταλήξεων των κορυφογραμμών και άλλων στοιχείων στο 40% ή στο 0,4% ενός δεδομένου πληθυσμού; Ορισμένες έρευνες έχουν γίνει για το θέμα αυτό, αλλά ποτέ σε αρκετά μεγάλη ή συστηματική κλίμακα. Παρ 'όλα αυτά, ο Champod είναι αισιόδοξος ότι ένα πιθανολογικό σύστημα είναι εφικτό. Σε αντίθεση με το DNA, λέει, τα πρότυπα των δακτυλικών αποτυπωμάτων διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ των πληθυσμών.

Μια πιθανολογική προσέγγιση δε θα εξαλείψει την προκατάληψη του εξεταστή, αλλά θα καταστήσει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων λιγότερο αδιαφανή. "Μόλις η βεβαιότητα ποσοτικοποιηθεί, επέρχεται διαφάνεια'', λέει ο Champod. Σε τελική ανάλυση, εναπόκειται στα δικαστήρια να αποφασίσουν πόσο βάρος θα δώσουν στα δακτυλικά αποτυπώματα ως αποδεικτικά στοιχεία. Το γεγονός ότι τα δικαστήρια εξακολουθούν συστηματικά να τα αντιμετωπίζουν ως κάτι αλάθητο - πράγμα που σημαίνει ότι με τα δακτυλικά αποτυπώματα μπορούν να στείλουν ακόμη κάποιον στη φυλακή - χαρακτηρίζεται από τον Mnookin ως "θλιβερή νομολογία". Ο Champod, επίσης, θα ήθελε να δει την υποβάθμιση της σημασίας τους. ''Τα δακτυλικά αποτυπώματα ως αποδεικτικά στοιχεία θα πρέπει να αποτελούν μόνο επιβεβαιωτικά στοιχεία", λέει. Εάν άλλες αποδείξεις περιορίζουν την ομάδα των υπόπτων, τότε ένα δακτυλικό αποτύπωμα είναι πολύ λιγότερο πιθανό να αποδοθεί λανθασμένα.

Μέχρι σήμερα, οι δικαστές δεν έχουν δείξει μεγάλη διάθεση να αλλάξει η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, λέει ο Barry Scheck, συντονιστής της ομάδας Innocence Project - μια ομάδα στη Νέα Υόρκη που διοργανώνει εκστρατείες για την ανατροπή εσφαλμένων καταδικών - δεν τους έχει δοθεί μια βιώσιμη εναλλακτική λύση. Η πιθανολογική προσέγγιση δεν είναι ακόμη έτοιμη για το δικαστήριο. Αλλά αυτό μπορεί να είναι έτοιμο να αλλάξει εάν οι ερευνητές καταφέρουν να βρουν τρόπους για να βοηθήσουν την επιστήμη γύρω από τα δακτυλικά αποτυπώματα να επανατοποθετηθεί με πιο επιστημονικούς όρους.

Μια αλλαγή στην κουλτούρα της επιστήμης των δακτυλικών αποτυπωμάτων και του νομικού συστήματος είναι επίσης αναγκαία. "Πρόκειται για την προσθήκη της κουλτούρας της επιστήμης στην εγκληματολογική κοινότητα", λέει ο Harry Edwards, ανώτερος δικαστής της Κολούμπια και αντιπρόεδρος της επιτροπής NAS που συνέταξε την έκθεση του περασμένου έτους. "Από όσο έχω δει, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο".

(1). A Review of the FBI’s Handling of the Brandon Mayfield Case
(Office of the Inspector General Oversight and Review
Division, 2006).
(2). Strengthening Forensic Science in the United States: A Path
Forward (National Academies, 2009).
(3). Dror, I. E. & Charlton, D. J. Forensic Identification 56,
600–616 (2006).
(4). Leadbetter, M. Fingerprint Whorld 33, 231 (2007).

Πηγή: www.nature.com
Μετάφραση-Επιμέλεια
kiara

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου